top of page
Search
Ecoweather

Υπολογίσιμη ατμοσφαιρική ρύπανση είναι πλέον τα τζάκια, στο κόκκινο οι τιμές αιωρούμενων σωματιδίων


Η συσσώρευση ρύπανσης από αιωρούμενα σωματίδια στην ατμόσφαιρα της Αθήνας «χτύπησε» κόκκινο για το 24ωρο της 25.12.2017. Συγκεκριμένα, το δίκτυο σταθμών παρακολούθησης ατμοσφαιρικής ρύπανσης κατέγραψε στην Αττική, υψηλά επίπεδα αιωρούμενων σωματιδίων ΑΣ10, μεγαλύτερα από 100 μg/m3, στο σταθμό ΜΑΡΟΥΣΙ 114 μg/m3 και στο ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 113 μg/m3.

Η αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠΕΝ παρακολουθεί την εξέλιξη των τιμών των συγκεντρώσεων των αιωρούμενων σωματιδίων σε 24-ωρη βάση και συνιστά στους πολίτες να αποφεύγουν τη χρήση τζακιών, θερμαστρών στερεών καυσίμων και θερμαστρών βιομάζας όταν επικρατεί άπνοια. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερο έντονο σε συνθήκες ατμοσφαιρικής σταθερότητας που χαρακτηρίζονται από άπνοια και την ανάπτυξη του φαινομένου της θερμοκρασιακής αναστροφής. Η θερμοκρασιακή αναστροφή περιγράφει μια κατάσταση στην οποία, λόγω μη κανονικής μεταβολής της θερμοκρασίας με το ύψος, οι αέριες μάζες εγκλωβίζονται κοντά στην επιφάνεια της γης. Με αυτόν τον τρόπο οι αρχικές εκπομπές ρύπων αντί να διασπείρονται παραμένουν και οι ρύποι συσσωρεύονται.

Πόσο βλαβερά για την υγεία είναι τα αιωρούμενα σωματίδια;

Τα αιωρούμενα σωματίδια που εκπέμπει ένα τζάκι σε μία μέρα ισοδυναμούν με αυτά χιλίων καινούργιων αυτοκινήτων. Τα πιο μικρά εναποτίθενται στις κυψελίδες των πνευμόνων, απειλώντας σοβαρά την υγεία. Η έκθεσή μας στα μικροσωματίδια εξαρτάται από την πόλη στην οποία μένουμε, το πόσο κοντά βρισκόμαστε σε έναν δρόμο, και κυρίως το πόσοι συμπολίτες μας ανάβουν τζάκι τον χειμώνα.

Στην Ελλάδα, το τι μπορεί να συμβεί όταν όλα τα τζάκια ανάβουν μαζί έγινε κατανοητό τον χειμώνα του 2011, όταν υπήρξαν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Αρκετά σπίτια είχαν κατασκευαστεί με τζάκια στις αστικές περιοχές την εποχή της «ισχυρής Ελλάδας», ακόμα και στις πολυκατοικίες. Πιο πολύ έπαιζαν διακοσμητικό ρόλο, αλλά με τον βαρύ χειμώνα και την οικονομική κρίση που οδήγησε αρκετό κόσμο να στραφεί στην αγορά καυσόξυλων, τα τζάκια «πήραν φωτιά» και μια έντονη μυρωδιά καπνού απλώθηκε πάνω από αρκετές μεγαλουπόλεις δίνοντας την εντύπωση πως είχαν ξεσπάσει πυρκαγιές.

Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη μύριζαν σαν ανθρακωρυχεία, οι κρατικοί σταθμοί μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης έδειχναν «τρελά» νούμερα, το υπουργείο Περιβάλλοντος έκανε συνεχώς ανακοινώσεις και οι επιστήμονες προειδοποιούσαν ότι ένα τζάκι εκλύει στην ατμόσφαιρα 30 φορές περισσότερους ρύπους από ό,τι ένας καυστήρας πολυκατοικίας 25 διαμερισμάτων.

PM10 και PM2,5

Το φαινόμενο των τζακιών έφερε στο προσκήνιο τα «αιωρούμενα σωματίδια» ή PM (Particulate Μatter) ή «νέους ρύπους», όπως λέγονται. Ένα τζάκι ή μια ξυλόσομπα εκπέμπει 150 γραμμάρια αιωρούμενων σωματιδίων μέσα σε τέσσερις ώρες.

Τα σωματίδια αυτά, τα οποία βρίσκονται “εν αιωρήσει” στον ατμοσφαιρικό αέρα, το “αερόλυμα” όπως ονομάζεται, δεν είναι ομοιογενή όπως τα αέρια και δεν υπήρχε τότε η τεχνολογία να αναγνωρισθούν εύκολα οι περίπλοκες ιδιότητές τους. Ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο που μπορεί να παίζουν δόθηκε μετά τη δεκαετία του '90 και τα μεγέθη που μας απασχολούν σήμερα είναι αυτά που που έχουν διάμετρο κάτω από 10 μm και κυρίως κάτω από 2,5 μm [εκατομμυριοστά του μέτρου].

Ένα σημαντικό μέρος των αιωρούμενων σωματιδίων εκλύεται από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και το κάψιμο των ξύλων. Άλλες πηγές είναι η αφρικανική σκόνη, η γύρη και τα σωματίδια που προκύπτουν από τις τριβές των ελαστικών των αυτοκινήτων. Επειδή είναι πολλών διαφορετικών σχημάτων και μεγεθών, οι επιστήμονες βρήκαν έναν τρόπο για τα συγκρίνουν δημιουργώντας την έννοια της «αεροδυναμικής διαμέτρου», η οποία υποδεικνύει την ταχύτητα καθίζησής τους στο έδαφος και την κίνησή τους κατά την διείσδυσή τους στο αναπνευστικό σύστημα.

Τα κατατάσσουν σε δύο βασικές κατηγορίες: αυτά που είναι αεροδυναμικής διαμέτρου μεταξύ 2,5 μm και 10 μm, και τα ονομάζουν PM10 ή χονδρόκοκκα (coarse particles) και αυτά που είναι αεροδυναμικής διαμέτρου μικρότερης από 2,5 μm, τα PM2,5 ή λεπτόκοκκα (fine particles). Για λόγους σύγκρισης, η διάμετρος μιας ανθρώπινης τρίχας είναι γύρω στα 50-70 μm. Όσο πιο μικρή η αεροδυναμική διάμετρος, τόσο πιο πολύ παραμένουν στον αέρα.

Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ελευθεριάδη, διευθυντή έρευνας στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών Δημόκριτος, «η ταξινόμηση σε PM10 και PM2,5 σχετίζεται με το πόσο εύκολα μπορούν τα αιωρούμενα σωματίδια να εισέλθουν στο ανθρώπινο σώμα».

«Όσο πιο μεγάλο είναι ένα σωματίδιο τόσο πιο δύσκολα το εισπνέουμε. Τα σωματίδια 10 μm είναι αυτά που έχουν πιθανότητα 50% να φτάσουν στην τραχεία μας, επομένως και όλα τα μικρότερα επίσης, οπότε ολόκληρη αυτή η κατηγορία μεγεθών μικρότερη των 10 μm συνιστά την κατηγορία PM10 (ΑΣ10) ενώ τα PM2,5 χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να εισέρχονται στην τραχεία με 90% πιθανότητα. «Στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος των αιωρούμενων σωματιδίων είναι PM1, δηλαδή κάτω από 1 μm».

Τα αιωρούμενα σωματίδια ξεπερνούν τα αντανακλαστικά του φτερνίσµατος και του βήχα, και κάποια εναποτίθενται στις κυψελίδες των πνευμόνων. Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος προσπαθούν να τα εξαφανίσουν καταπίνοντάς τα, αλλά σε αυτήν την διαδικασία παράγουν ουσίες που μειώνουν την ελαστικότητα των πνευμόνων και παρεμποδίζουν τη σωστή οξυγόνωση του σώματος. Η μακροχρόνια έκθεση προκαλεί φλεγµονές που αποτελούν την βάση για πολλές ασθένειες.

Τα ευρήματα δείχνουν ότι τα λεπτόκοκκα σωματίδια συνεισφέρουν στην αθηροσκλήρωση, την πλάκα που δημιουργείται μέσα στις αρτηρίες και ευθύνεται για πολλά καρδιακά εμφράγματα και ισχαιμικά εγκεφαλικά. Το 60% των επιπτώσεων αφορά τις καρδιαγγειακές παθήσεις αλλά οι μελέτες ανακαλύπτουν συνεχώς νέες ένοχες πλευρές τους. Για παράδειγμα, μια μελέτη συσχέτισε τα αιωρούμενα σωματίδια με την άνοια. Τα στοιχεία έδειξαν πως όσοι κατοικούσαν σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων από έναν δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας είχαν 7% αυξημένο κίνδυνο για άνοια σε σχέση με όσους κατοικούσαν 300 μέτρα πιο μακριά. Άλλη μελέτη έδειξε ότι η μόνιμη διαμονή κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων ευθύνεται για το 15% των περιπτώσεων άσθματος στα παιδιά.

Το πιο εντυπωσιακό συμπέρασμα είναι μιας έρευνας που εκπονήθηκε για λογαριασμό τoυ ΠΟΥ σε 25 ευρωπαϊκές πόλεις. Διαπιστώθηκε ότι τα άτομα που ζουν σε περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να έχουν ακόμα και δύο χρόνια μικρότερο προσδόκιμο ζωής. Οι υψηλότερες τιμές ατμοσφαιρικής ρύπανσης καταγράφηκαν στο Βουκουρέστι, στη Βουδαπέστη και στην Αθήνα, ενώ η πιο καθαρή ατμόσφαιρα μετρήθηκε στο κέντρο της Στοκχόλμης.

Μπορούμε να προστατευτούμε από τα μικροσωματίδια;

Από τότε που η καύση των ξύλων έγινε υπολογίσιμη πηγή ρύπανσης, οι επιστήμονες προτείνουν μέτρα αντιμετώπισής της. Σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες, οδηγία 2008/50/ΕΚ, τα PM10 δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 50 μg ανά κυβικό μέτρο πάνω από 35 φορές τον χρόνο, ενώ τα PM2,5 πρέπει από το 2020 και μετά να είναι κάτω από τα 20 μg ανά κυβικό μέτρο.

Στην Ελλάδα, μια μελέτη που έγινε από ερευνητές του Δημοκρίτου και του Αστεροσκοπείου, βρήκε ότι τον χειμώνα του 2014-2015 η καύση των ξύλων συνεισέφερε το 30% της συνολικής ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα στην Αθήνα. Για το σύνολο του έτους αυτό το ποσοστό είναι φυσικά μικρότερο, περίπου 10%, αλλά και πάλι δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Στην Ευρώπη, τα ποσοστά είναι μεγαλύτερα λόγω των βαρύτερων χειμώνων και οι μετρήσεις διαπιστώνουν ότι πάνω από το 50% της χειμωνιάτικης ρύπανσης προέρχεται από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες.

«Δεν μπορεί να απαγορευτεί στον κόσμο να καίει ξύλα, άλλωστε είναι κάτι που γινόταν πάντα στην ύπαιθρο, άλλα ταυτόχρονα θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τους πολίτες ότι αυτό πράγματι ρυπαίνει το περιβάλλον», λέει ο κ. Ελευθεριάδης. «Σε χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού δεν πρόκειται για κάτι το δραματικό, όμως όταν είμαστε σε μια μεγάλη πόλη και ειδικά στο κέντρο της, όπου υπάρχει ήδη μια γενικότερη επιβάρυνση, τα πράγματα αλλάζουν. Τα τζάκια πρέπει να είναι ενεργειακά γιατί έτσι έχουν καλύτερη απόδοση και όχι ανοιχτά, γιατί ένα μέρος του καπνού πάει στο εσωτερικό του σπιτιού. Πρέπει να χρησιμοποιούνται καλής ποιότητας ξύλα, και υπάρχουν καινούργια προϊόντα όπως τα pellets αλλά πρέπει να τηρούνται οι προδιαγραφές. Ένα βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι τα νοθευμένα καύσιμα και φαίνεται πως αυτό επεκτείνεται και στα καυσόξυλα. Οι μετρήσεις μας φανερώνουν από πού προέρχονται τα αιωρούμενα σωματίδια, διότι κάθε πηγή ρύπανσης αφήνει το αποτύπωμά της. Ανιχνεύουμε λοιπόν κάποια στοιχεία στην ατμόσφαιρα που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, όπως το βρώμιο, ο μόλυβδος, ο ψευδάργυρος και το βανάδιο. Αυτό σημαίνει ότι καίγονται “βρώμικα” ξύλα. Οι συγκρίσεις με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως είναι η Φλωρεντία, το Μιλάνο και το Πόρτο δείχνουν ότι η ποιότητα των ξύλων που χρησιμοποιούνται στην Αθήνα πρέπει οπωσδήποτε να βελτιωθεί».

Η ατμοσφαιρική ρύπανση από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες έχει μια διαφορετική διακύμανση στη διάρκεια της ημέρας από αυτή που προέρχεται από τα αυτοκίνητα. Ο λόγος είναι ότι τα αυτοκίνητα κινούνται κυρίως το πρωί, ενώ τα τζάκια ανάβουν το βράδυ. Διαφορές επίσης υπάρχουν μεταξύ προαστίων και κέντρου. Για παράδειγμα, στο κέντρο της Αθήνας η ημερήσια ρύπανση είναι διπλάσια από αυτή της Αγίας Παρασκευής, ενώ τις πρωινές ώρες, μεταξύ 7-9, η διαφορά είναι πενταπλάσια. Αργότερα, ενώ η ρύπανση παραμένει σχεδόν σταθερή στην Αγία Παρασκευή μέχρι το μεσημέρι, στην Αθήνα από τις 11 μέχρι τις 4 πέφτει στο 1/3 της πρωινής. Προς το βράδυ, οι ρύποι αυξάνονται τόσο στο κέντρο όσο και στα προάστια. Σε γενικές γραμμές οι πιο επιβαρυμένες περιοχές στην Αττική είναι ο άξονας του Κηφισού, η Αττική Οδός και το λιμάνι του Πειραιά.

Η διακύμανση της ρύπανσης μέσα στην ημέρα είναι μια χρήσιμη πληροφορία για κάποιον που έχει άσθμα ή άλλα αναπνευστικά προβλήματα. Ωστόσο έχει σημασία το ακριβές σημείο στο οποίο βρίσκεται κανείς μέσα στην πόλη. Άλλη ρύπανση υπάρχει στο Ζάππειο και άλλη στην οδό Πατησίων. Μια βρετανική μελέτη έδειξε ότι ακόμα και λίγα μέτρα πιο μακριά από την κύρια ροή της κυκλοφορίας των οχημάτων, η ρύπανση μπορεί να είναι αρκετά μικρότερη. Το χειρότερο βέβαια είναι να περπατά κανείς πίσω από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Χειρότερη ποιότητα αέρα έχει επίσης ένας δρόμος με ψηλά κτίρια γιατί τα αιωρούμενα σωματίδια και οι άλλοι ρύποι τείνουν να παγιδεύονται ανάμεσά τους. Τέλος, η ατμοσφαιρική ρύπανση τείνει να είναι υψηλότερη τις ζεστές, ηλιόλουστες μέρες, ενώ ο αέρας καθαρίζει μετά από βροχή ή όταν φυσάει.

Σύμφωνα με τον κ. Ελευθεριάδη, αν εξαιρέσει κανείς την επιβάρυνση από τα τζάκια τον χειμώνα, η καλύτερη χρονιά για περπάτημα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ήταν το 2011, όταν η κίνηση των αυτοκινήτων είχε μειωθεί δραματικά λόγω της οικονομικής κρίσης. Από τότε υπάρχει μια μικρή μόνο μεταβολή, με τη διαφορά ότι η ρύπανση στην Θεσσαλονίκη έχει παραμείνει υψηλή λόγω διάφορων παραγόντων, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης αναβαθμισμένων μέσων μαζικής μεταφοράς, ενώ στην Αθήνα διαχρονικά έχει παρατηρηθεί μεγάλη βελτίωση με την σταδιακή επέκταση και μαζική χρήση από τους πολίτες του Μετρό και της Αττικής Οδού.

Πηγή: insidestory.gr

75 views0 comments
bottom of page