Μη αναστρέψιμη απώλεια της φύσης θα προκληθεί εάν η αύξηση της θερμοκρασίας είναι μεγαλύτερη του 1,5 βαθμού Κελσίου, σύμφωνα με το πιο σημαντικό ως τώρα επιστημονικό κείμενο για την κλιματική αλλαγή.
Η ειδική έκθεση για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1.5 βαθμούς Κελσίου (Special Report on Global Warming of 1.5°C) του Διακυβερνητικού Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ ((Intergovernmental Panel on Climate Change -IPCC) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, εξετάζει τις προοπτικές περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1.5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά όρια και υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη για άμεση δράση.
«Η τελευταία έκθεση του IPCC δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Δεν υπάρχει απολύτως κανένα περιθώριο καθυστέρησης για την ανάληψη δράσεων προστασίας από την κλιματική αλλαγή. Παρόλα αυτά δυστυχώς στην Ελλάδα, η μάχη ενάντια στη μεγαλύτερη απειλή του 21ου αιώνα, δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα σύνθημα», τόνισε ο Νίκος Μάντζαρης, υπεύθυνος του Τομέα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής του WWF Ελλάς.
Με έγκριση των 195 κρατών μελών του IPCC, η συγκεκριμένη έκθεση αποτελεί το πιο σημαντικό έως τώρα επιστημονικό κείμενο για την κλιματική αλλαγή. Στο πλαίσιο αυτό, το WWF καλεί τις κυβερνήσεις να επιταχύνουν τις προσπάθειες τους, να καταρτίσουν πιο φιλόδοξα σχέδια κατά της κλιματικής αλλαγής ως το 2020 και να ανακοινώσουν τις αναθεωρημένες δεσμεύσεις τους κατά την 24η συνδιάσκεψη της Συμφωνίας Πλαίσιο κατά της Κλιματικής Αλλαγής των Ηνωμένων Εθνών.
Η έκθεση του ΟΗΕ επισημαίνει ότι το ενδεχόμενο αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου θα έχει καταστροφικές συνέπειες όπως, άνοδο της στάθμης των θαλασσών, εξάπλωση των ερήμων, απώλεια φυσικών οικοτόπων και ειδών, λιώσιμο των πάγων και αύξηση του αριθμού έντονων καταιγίδων που θα επηρεάσουν δραματικά την υγεία των ανθρώπων, την ποιότητα ζωής, την ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη.
Επιπλέον, η ολοκληρωτική απώλεια της φύσης θα είναι μεταξύ των μη αναστρέψιμων αυτών συνεπειών που η ανθρωπότητα θα κληθεί να αντιμετωπίσει εάν δεν περιοριστούν οι τρέχουσες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία, το περιβάλλον και την οικονομία. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα, ότι σε μια τέτοια περίπτωση που η οικολογική ισορροπία θα έχει διαταραχθεί πλήρως, η προσαρμογή και γενικότερα, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα είναι πλέον πρακτικά αδύνατη.
Οι υφιστάμενες δεσμεύσεις όπως αυτές απορρέουν από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα δεν είναι αρκετές για να περιορίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη στους 2 βαθμούς Κελσίου, πόσο δε μάλλον στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, όπως ορίζει η συγκεκριμένη έρευνα. Όσο η μείωση των εκπομπών καθυστερεί, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι επιπτώσεις, από τις οποίες πολλές μη αναστρέψιμες, και πιο επώδυνα, αλλά και κοστοβόρα τα μέτρα που θα χρειαστεί να ληφθούν στο μέλλον.
Η έκθεση του IPCC, αλλά και μια περίληψη που τη συνοδεύει με την υπογραφή των πολιτικών εκπροσώπων- μελών του IPCC προέκυψε ως επιτακτική ανάγκη από τις κυβερνήσεις μετά την ιστορική παγκόσμια συνδιάσκεψη για το κλίμα στο Παρίσι το 2015, οπότε και συμφωνήθηκε η ανάληψη δράσης για περιορισμό της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας πολύ κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και προσπάθεια διατήρησης της στους 1,5 βαθμούς Κελσίου.
«Παρά την πανηγυρική έγκριση της παγκόσμιας Συμφωνίας για το κλίμα, η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει με ζήλο τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, ενώ προωθεί την κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων που καίνε το πιο ρυπογόνο καύσιμο στον πλανήτη, προσπαθώντας ταυτόχρονα να παρατείνει και τη ζωή υφιστάμενων», κατέληξε ο κ. Μάντζαρης, ενώ κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να τερματίσει τα σχέδια εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά και να δεσμευτεί για απεξάρτηση από τον λιγνίτη ως τις αρχές της δεκαετίας του 2030.